- κοπρολαγνεία
- ηιατρ. σεξουαλική απόκλιση που χαρακτηρίζεται από γενετήσια διέγερση η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση τών περιττωμάτων τού ερωτικά επιθυμητού ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolagnia < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lagnia (πρβλ. λαγνεία)].
Dictionary of Greek. 2013.